- υποβλεπτικώς
- Μ [ὑποβλέπω]επίρρ. με λοξό βλέμμα, στραβοκοιτώντας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποβλεπτικῶς — with look askance indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποβλεμματικώς — Μ [ὑποβλέπω] επίρρ. ὑποδράξ*,ὑποβλεπτικῶς* … Dictionary of Greek
υποβλεπομένως — Μ επίρρ. ὑποβλεπτικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ὑποβλεπόμενος τού ὑποβλέπω] … Dictionary of Greek